- ἐλευθερώσας
- ἐλευθερώσᾱς , ἐλευθερόωset freeaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλευθέρωσας — ἐλευθερόω set free aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… … Dictionary of Greek
ράπισμα — το / ῥάπισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ῥαπίζω] χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη τού χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.) νεοελλ. μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη… … Dictionary of Greek